- εύμικτος
- εὔμικτος, -ον (Α)1. κοινωνικός2. (για δρόμο) συχναζόμενος, πολυσύχναστος (διάφ. ανάγν. τού ευεπίμικτος)3. (για τον θεό) επιεικής, φιλικός, καλοκάγαθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μικτός (< μείγνυμι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔμικτος — social masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔμικτον — εὔμικτος social masc/fem acc sg εὔμικτος social neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔμικτα — εὔμικτος social neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔμικτοι — εὔμικτος social masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμιξία — εὐμιξία, ἡ (Α), [εύμικτος] πάπ. ευτυχής συμβίωση, επιτυχής ένωση … Dictionary of Greek
εὐμικτοτέραν — εὐμικτοτέρᾱν , εὔμικτος social fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)